υπέρμορον

υπέρμορον
Α
επίρρ. πέρα από αυτό που έχει οριστεί από τη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη φρ. ὑπὲρ μόρον (< μόρος «μοίρα, πεπρωμένο»). Ο τ. απαντά και με τη γρφ. ὑπὲρ μόρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρμορον — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρμορα — Α επίρρ. ὑπέρμορον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρμορον, κατά τα επιρρ. σε α] …   Dictionary of Greek

  • υπερμόρως — Α επίρρ. ὑπέρμορον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρμορον, κατά τα επιρρ. σε ως] …   Dictionary of Greek

  • ὑπέρμορ' — ὑπέρμορα , ὑπέρμορα indeclform (adverb) ὑπέρμορα , ὑπέρμορον indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρμορα — indeclform (adverb) ὑπέρμορον indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”